ἰαμβεῖον

ἰαμβεῖον
ἰαμβεῖος
iambic
masc/fem acc sg
ἰαμβεῖος
iambic
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιαμβείος — ο (Α ἰαμβεῑος, ον) [ίαμβος] το ουδ. ως ουσ. το ιαμβείο(ν) ο ιαμβικός στίχος αρχ. 1. ιαμβικός («ἰαμβεῑον... μέτρον», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰαμβεῑον το ιαμβικό μέτρο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ίαμβεῑα τα ιαμβικά ποιήματα …   Dictionary of Greek

  • μακροϊαμβείον — μακροϊαμβεῑον, τὸ (Α) μεγάλος, πολυσύλλαβος ιαμβικός στίχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ἰαμβεῖον (< ἰαμβεῖος < ἴαμβος)] …   Dictionary of Greek

  • στιχομυθώ — έω, Α διαλέγομαι με στίχους («στιχομυθεῑν δὲ ἔλεγον, τὸ παρ ἔν ἰαμβεῑον ἀντιλέγειν καὶ τὸ πρᾱγμα στιχομυθίαν», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + μυθῶ (< μῦθος «λόγος»), πρβλ. ἀερο μυθῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”